Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ο Επαμεινώνδας

Ο Επαμεινώνδας είναι φίλος μου.

Γνωριστήκαμε πριν από 25 περίπου χρόνια, την περίοδο που ήμασταν φοιτητές και έχουμε μοιρασθεί ατέλειωτες ώρες συζητήσεων, ξενυχτιών και μπεκροκατανύξεων. Τα  τελευταία χρόνια βλεπόμαστε λιγότερο συχνά αλλά διατηρούμε ακόμα στις επαφές μας, ένα μέρος της ζωντάνιας των φοιτητικών μας χρόνων.

Ο Επαμεινώνδας είναι Πόντιος με όλα τα θετικά και αρνητικά που αυτό σημαίνει, με κυριότερο την ισχυρογνωμοσύνη. Οποίος προσπάθησε να αλλάξει γνώμη σε έναν Πόντιο, καταλαβαίνει για τι μιλάω.

Ο Επαμεινώνδας είναι αριστερός και κατάγεται από αριστερή οικογένεια με συμμετοχή στον εμφύλιο και σωρεία φυλακίσεων, διώξεων και  αποκλεισμών στις περγαμηνές της. Ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα  κατάφερε, παρ ’όλες τις διώξεις, να ζήσει αξιοπρεπώς την οικογένεια του Επαμεινώνδα, κάνοντας τον εργολάβο οικοδομών σε 2-3 πόλεις της Ελλάδος που αναγκάσθηκε να μετακομίσει.

Ο Επαμεινώνδας σπούδασε οικονομικά, έκανε μάλιστα και μεταπτυχιακά στην Γαλλία, πάνω στην μακροοικονομία. Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, άνοιξε ένα λογιστικό γραφείο το οποίο αναπτύχθηκε και σήμερα  απασχολεί 7 άτομα.

Ο Επαμεινώνδας έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν γουστάρει τους δημοσίους υπαλλήλους και έχει μεγάλο κόλλημα με αυτό. Τους κατηγορεί, όπου βρεθεί και όπου σταθεί, ενώ ψάχνει συνέχεια για δημοσιεύματα, στοιχεία και περιστατικά που θα τον βοηθήσουν στην επιχειρηματολογία του.  

« στην οικογένειά μου, εδώ και 3 τρεις γενεές  δε είχαμε κανέναν δημόσιο υπάλληλο» λέει συχνά με υπερηφάνεια. «ο τελευταίος δημόσιος υπάλληλος που είχαμε, ήταν ο αδελφός του παππού μου, που ήταν υπάλληλος στην Bank Ottoman στην Τραπεζούντα»

Το κόλλημα του αυτό, ίσως σχετίζεται με τις άλλες δύο ιδιότητες του, Πόντιος και αριστερός, οι οποίες απέκλειαν την οικογένεια του από το δημόσιο, καθώς ούτε μπάρμπα από την Κορώνη είχε, λόγω προσφυγικής καταγωγής, ούτε  «καθαρό» πρόσωπο για την Ελληνική διοίκηση εκείνων των χρόνων. Μπορεί επίσης να σχετίζεται και με την Άννα, νεαρή υπάλληλο της εφορείας, μεγάλο έρωτα του Επαμεινώνδα  προ 20-ετίας, η οποία όμως τον παράτησε για κάποιον άλλο, δημόσιο υπάλληλο και αυτόν, επειδή της προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια, σαν πιθανός μελλοντικός σύζυγος.

Το κόλλημα του αυτό, του δημιούργησε πολλά προβλήματα σε όλους τους τομείς της ζωής του, ξεκινώντας από τον επαγγελματικό όπου μόνιμα μαλώνει και κακοκαρδίζει τους υπάλληλους των Εφορειών, με τους οποίους, λόγω δουλειάς, συναλλάσσεται καθημερινά. Παρ’ όλα αυτά, πάντα βρίσκει τον τρόπο να κάνει τις δουλειές του σωστά, χωρίς να χρειασθεί να λαδώσει η να υποχρεωθεί σε κανέναν, όπως χαρακτηριστικά υπερηφανεύεται.

Στον προσωπικό του τομέα, ο Επαμεινώνδας μάλωσε σταδιακά με όλους τους φίλους του που έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι, μάλλον γιατί κάπου μέσα του ένοιωσε ότι τον πρόδωσαν και προσχώρησαν στο εχθρό. Ανέχεται μόνο έναν, τον Χάρη, γιατρό του ΕΣΥ, ίσως  γιατί αυτός τον αγαπά πολύ και καταπίνει συχνά τις πομπώδεις κατηγορίες του.

Η πρώην γυναίκα του, Ελσα, δικηγόρος στο επάγγελμα δεν είχε αυτό το κουσούρι όταν γνωρίσθηκαν, αλλά το απέκτησε μετά την γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, όταν διορίσθηκε νομικός σύμβουλος στο ΙΚΑ χωρίς να τον ρωτήσει, γιατί  ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να μεγαλώσει τα παιδιά τους με τα εξαντλητικά ωράρια του ελεύθερου επαγγελματία. Και ο πόλεμος ξεκίνησε.  Ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε να γνωρίσει τους καινούργιους της συναδέλφους και φρόντιζε να λείπει εκτός πόλης, κάθε φορά που υπήρχε κάποια εκδήλωση ή γιορτή στην οποία έπρεπε να παραστεί σαν σύζυγός της. Αλίμονο στον συνάδελφό της, που μπορεί να συναντούσαν τυχαία σε κάποιο bar η ταβέρνα και είχε το θράσος να έρθει να καθίσει μαζί τους. Εκτός από  αυτά, η καημένη η Ελσα, υπέμενε καθημερινή κριτική, υπονοούμενα ακόμα και προσωπικές προσβολές για την επαγγελματική της οντότητα. Ώσπου μια μέρα δεν άντεξε, τον διαολόστεισε και έφυγε με τα παιδιά. Από την ημέρα που σταμάτησε να κοιμάται με τον εχθρό, ο Επαμεινώνδας ηρέμησε και σταδιακά η σχέση τους βελτιώθηκε σημαντικά. Σημαντικά αλλά όχι πλήρως. Τις προάλλες, όταν η Ελσα, είπε μπροστά του, στον μεγάλο τους γιο, να δώσει εξετάσεις για ένα δίπλωμα υπολογιστών επειδή μετράει στο ΑΣΕΠ, έγινε έξαλλος.  Άρχισε να της φωνάζει ότι διαπαιδαγωγεί λάθος τα παιδιά και ότι ο ίδιος θα θεωρήσει  προσωπική του αποτυχία σαν πατέρας, αν ένα από τα παιδιά του γίνει δημόσιος υπάλληλος. Αυτό έλειπε, να μεγαλώνουμε τον διάβολο στο ίδιο μας το σπίτι.

Εκεί όμως που έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι με την πολιτική του  ταυτότητα.
«πώς είναι δυνατόν ρε Νώντα, να λες ότι είσαι αριστερός, όταν θέλεις να απολυθούν οι μισοί δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι μείνουν να δουλεύουν σαν σκυλιά» τον ρωτάνε συχνά. « δεν ξέρεις, ότι τα κόμματα της Αριστεράς υποστήριζαν πάντα, τα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, τις νέες προσλήψεις και πρωτοστατούσαν στις κινητοποιήσεις τους. Πώς μπορεί, εσύ αριστερός, να είσαι εναντίον εργαζομένων»

Τα πρώτα χρόνια, ο Επαμεινώνδας μπλόκαρε γιατί αντιλαμβανόταν ότι ένας από τους στόχους του μετασχηματισμού της κοινωνίας προς το σοσιαλισμό είναι η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και άρα η μετατροπή των περισσότερων πολιτών σε δημοσίους υπαλλήλους. Ο εχθρός, πάλι στο σπίτι μας.

Και έτσι ο Επαμεινώνδας, ανακάλυψε την ανανεωτική αριστερά, που δεχόταν την ιδιωτική πρωτοβουλία και κριτίκαρε  έντονα την  γραφειοκρατία και την αναποτελεσματικότητα που δημιούργησε στην Σοβιετική Ένωση, η κρατιστική αντίληψη. «Ας μην μιλήσουμε και για την έλλειψη δημοκρατίας στην οποία οδήγησαν την Σοβιετική Ένωση, οι ανάλγητοι ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι πού έκαναν κατάχρηση εξουσίας, όπως όλοι οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι σε όλον τον κόσμο», έλεγε ο Νώντας.

Έτσι, ο Επαμεινώνδας δημιούργησε σιγά-σιγά την επιχειρηματολογία του.
«η δημοκρατία, που είναι προϋπόθεση για τον σοσιαλισμό, προβλέπει όλοι οι πολίτες να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι  στο κράτος» υποστηρίζει ο Νώντας και συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτό καταστρατηγείται με τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν προνομιακή αντιμετώπιση σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους πολίτες. Έχουν μονιμότητα στην εργασία τους, χωρίς αξιολόγηση και καμία επίπτωση όσο αντιπαραγωγικοί και αν είναι. Έχουν πολλαπλάσια εργασιακά δικαιώματα (αργίες, γονικές άδειες, αμετάθετο, ωράρια κλπ) και υψηλότερες αμοιβές από τους αντίστοιχους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, ειδικότερα στις χαμηλότερες βαθμίδες» και συνεχίζει «ακόμα και αν, μέσα από αγώνες, καταφέρναμε να αυξήσουμε τα δικαιώματα των ιδιωτικών υπαλλήλων, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα κατάφερναν πάλι υψηλότερα, καθόσον οι πελατειακές σχέσεις στην χώρα μας ευνοούν ιδιαίτερα τα συνδικαλιστικά τους όργανα».

Αν δε, τον ρωτήσεις για την μόνιμη υποστήριξη τους από την αριστερά, απαντά ότι «θεωρεί λάθος την άκριτη υποστήριξη τους από ην αριστερά, καθώς προστατεύεται μια ομάδα εργαζομένων, που αφ’ ενός έχουν προνόμια τα οποία δεν ανταποδίδουν στο κοινωνικό σύνολο και αφ’ ετέρου συντηρούν ένα σύστημα που ευνοεί τη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την ατιμωρησία, χαρακτηριστικά καθόλου αριστερά».

Τον τελευταίο καιρό, ο Επαμεινώνδας είχε βρει την χαρά του καθώς τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας έχουν στρέψει και άλλους ανθρώπους εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων. Τα συνεχή δημοσιεύματα για τα ρετιρέ του δημοσίου, για την διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, που ευθύνονται εν μέρει για την κατάντια της χώρας, τον έκαναν να νοιώθει δικαιωμένος.

«εγώ τα έλεγα τόσα χρόνια και εσείς μου λέγατε ότι είμαι υπερβολικός» έλεγε και ξανάλεγε κάθε φορά που βρισκόμασταν. Και όλος περηφάνια άρχιζε να περιγράφει τι διάβασε στο τάδε περιοδικό ή στο δείνα site ή blog, που επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι «κοπρόσκυλα».

Όμως η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες και αυτό δεν απετέλεσε εξαίρεση για τον Επαμεινώνδα.

Ήταν μία Τρίτη βράδυ και έβλεπα Λαζόπουλο, όταν με πήρε τηλέφωνο. «θέλω να τα πούμε» μου ζήτησε. «είμαι μπερδεμένος, για πρώτη φορά στην ζωή μου». Ακουγόταν σοβαρό και έτσι αποφάσισα να αφήσω τον Λαζόπουλο στην μέση και να πάω να τον συναντήσω στο μπαράκι που μου πρότεινε.

«Φίλε δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, είμαι ερωτευμένος με μία δημόσιο υπάλληλο»  μου είπε κατευθείαν μόλις κάθισα. Ωχ την καημένη, σκέφτηκα. «αλλά αυτή την φορά, δεν με νοιάζει» συμπλήρωσε με νόημα. «και όχι μόνο δεν με νοιάζει αλλά έχω αρχίσει να τους βλέπω με συμπάθεια»

Τον κοίταζα σκεφτικός και αναρωτιόμουν πώς έγινε αυτό.
«κοίτα» μου λεει, «την γνώρισα στον ΟΑΕΔ, που είχα πάει για κάποιο πρόγραμμα επιχορήγησης ασφαλιστικών εισφορών, ενός πελάτη μου. Δεν είχε κόσμο και πήγα κατευθείαν στο πρώτο γκισέ, που ήταν αυτή».

«καλημέρα σας κύριε, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω ?» με ρώτησε χαμογελώντας. «Δεν μασάω με ευγένειες, κοπρόσκυλο», λεω μέσα μου. Της εξηγώ τι θέλω με αυστηρό ύφος και ενώ περίμενα να αρχίσει τις διευκρινιστικές ερωτήσεις και να μου απαριθμεί τα χαρτιά που απαιτούνται λέγοντάς μου πόσο θα καθυστερήσει, μου λεει «μην ανησυχείτε κύριε, θα το τακτοποιήσω εγώ, το μόνο που θέλω είναι να μου πείτε το ΑΦΜ της επιχείρησης. Μέχρι αύριο θα είναι έτοιμο»  

«Και ενώ είχα πάει προετοιμασμένος για καυγά, φεύγω απορημένος αλλά σίγουρος ότι δεν θα γίνει τίποτα τελικά. Και ενώ  δεν έχω φτάσει καλά-καλά στο γραφείο, χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω με έκπληξη την υπάλληλο του ΟΑΕΔ και με ενημερώνει ότι τα χαρτιά είναι έτοιμα και να με ρωτάει αν θέλω να μου τα στείλει με e-mail» .

Ο Επαμεινώνδας τρελάθηκε. Κλονιζόταν η θεωρεία του, ότι όλοι «χαλάνε» μετά από λίγα χρόνια.  «πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό στα 25 χρόνια συνεργασίας με το δημόσιο. Άμεση εξυπηρέτηση ? αποστολή με e-mail ? τηλέφωνο στο γραφείο ? και όλα με ευγένεια ?»

Και έτσι ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να την γνωρίσει καλύτερα και να διερευνήσει γιατί . Ξαναπάει λοιπόν σε λίγες ημέρες, στον ΟΑΕΔ δήθεν για μία υπόθεση του και της πιάνει κουβέντα. Μαθαίνει ότι είναι 15 χρόνια στο δημόσιο, χωρισμένη με δύο παιδιά και της ζητάει να βγούνε. Αυτή δέχεται. Στην πρώτη έξοδο, ανακάλυψε γιατί η Νάνσυ, έτσι την λένε, είναι διαφορετική. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία και γύρισε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές της στα οικονομικά. Ναι, αλλά τα 15 χρόνια στο δημόσιο, πώς δεν την χάλασαν ?

Στο δεύτερο ραντεβού, διαπίστωσε ότι την βρίσκει όμορφη, ιδιαίτερα όταν άρχισε η ίδια να κριτικάρει την δημόσια διοίκηση με τα δικά του επιχειρήματα.
Όταν δε του είπε « μερικές φορές η συμπεριφορά κάποιων συναδέλφων μου, με κάνει να ντρέπομαι που είμαι δημόσιος υπάλληλος», ο Επαμεινώνδας έπεσε. 

Και έτσι, ο Επαμεινώνδας άρχισε σιγά-σιγά να μαλακώνει. Σταμάτησε τις μόνιμες χριστοπαναγίες για τους δημοσίους υπαλλήλους, άρχισε να θεωρεί ότι κάποια από τα αιτήματά τους μπορεί να είναι δίκαια, έφτασε δε στο σημείο, όχι μόνο να βγει ένα βράδυ με κάποιους συναδέλφους της Νάνσυ αλλά πει ότι πέρασε και καλά. 

Όταν δε κάποια ημέρα, του είπα ότι το κάθε κάστρο χρειάζεται τον κατάλληλο δούρειο ίππο για να αλωθεί, συμφώνησε χαμογελώντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: